αβδελλώνω

αβδελλώνω
αμετ. скреплять, соединять шипами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αβδελλώνω" в других словарях:

  • αβδελλώνω — [αβδέλλα] 1. (για ζώα) καταπίνω βδέλλες μαζί με το νερό 2. συνενώνω με οδόντωση ή έλασμα δυο κομμάτια ξύλου ή μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • αβδέλλωμα — το [αβδελλώνω] το μάτισμα, η συνένωση, η συναρμογή δύο κομματιών ξύλου ή μετάλλου με αβδέλλι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»